ολυμπιακός

ολυμπιακός
Αθλητικό σωματείο του Πειραιά, του οποίου ο πλήρης τίτλος είναι Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς. Έχει τμήματα ποδοσφαιρικό, ναυτικό και κλασικού αθλητισμού, αλλά είναι γνωστό βασικά για την ιδιαίτερη επίδοσή του στο ποδόσφαιρο. Το σωματείο ιδρύθηκε το 1922. Το έμβλυμα του Ολυμπιακού (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
* * *
-ή, -ό (Α ὀλυμπιακός, -ή, -όν) [Ολυμπία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ολυμπία ή στα Ολύμπια («Ὀλυμπιακή ἐκεχειρία», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «Ολυμπιακοί Αγώνες» — αθλητικοί αγώνες που τελούνται κάθε τέσσερα χρόνια σε διαφορετική χώρα με παγκόσμια συμμετοχή κατά το πρότυπο τών αρχαίων Ολυμπιάδων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ὀλυμπιακός — Olympian masc nom sg Ο)λυμπιακός Olympian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολυμπιακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην Ολυμπία ή τα Ολύμπια: Ολυμπιακοί αγώνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὀλυμπιακῶν — Ὀλυμπιακός Olympian fem gen pl Ὀλυμπιακός Olympian masc/neut gen pl Ο)λυμπιακός Olympian fem gen pl Ο)λυμπιακός Olympian masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυμπιακόν — Ὀλυμπιακός Olympian masc acc sg Ὀλυμπιακός Olympian neut nom/voc/acc sg Ο)λυμπιακός Olympian masc acc sg Ο)λυμπιακός Olympian neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυμπιακαῖς — Ὀλυμπιακός Olympian fem dat pl Ο)λυμπιακός Olympian fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυμπιακαί — Ὀλυμπιακός Olympian fem nom/voc pl Ο)λυμπιακός Olympian fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυμπιακοῖς — Ὀλυμπιακός Olympian masc/neut dat pl Ο)λυμπιακός Olympian masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυμπιακοί — Ὀλυμπιακός Olympian masc nom/voc pl Ο)λυμπιακός Olympian masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυμπιακοῦ — Ὀλυμπιακός Olympian masc/neut gen sg Ο)λυμπιακός Olympian masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυμπιακούς — Ὀλυμπιακός Olympian masc acc pl Ο)λυμπιακός Olympian masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”